Category: Μπαγκάλοου

μπανγκαλόου ουδέτερο άκλιτο

(αρχιτεκτονική) μονώροφο σπίτι, συνήθως με όλα τα δωμάτια σε ένα επίπεδο (ή και με κάποια δωμάτια στον χώρο της οροφής)
(αρχιτεκτονική) μονώροφο (ή και ενίοτε διώροφο) σπιτάκι με βεράντα (ή βεράντες), που μαζί με άλλα όμοια και γειτονικά αποτελεί τουριστική ξενοδοχειακή μονάδα ή τμήμα της.